Γενικά

Περί απειλής για καταγγελία της σύμβασης από τον ΕΟΠΥΥ επί άσκησης νόμιμου δικαιώματος των ιατρών

Ιουνίου 8, 2016 • By

enieoppy logoΔικηγορικό Γραφείο

Αχιλλέα Σπ. Παπουτσάκη LL.M.

Φιλοποίμενος 39-41, Πάτρα 26221, Τηλ/Φαξ: (2610) 221.268

e-mail: achilpap@hol.gr

Πάτρα, 8 Ιουνίου 2016

Προς το Δ.Σ. της ΕΝΙ-ΕΟΠΥΥ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

 Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Ιατρών ΕΟΠΥΥ (ΕΝΙ-ΕΟΠΥΥ) μου έθεσε το ερώτημα, εάν έχει το δικαίωμα ο ΕΟΠΥΥ να καταγγείλει την σύμβαση με ιατρό λόγω επίσχεσης παροχής υπηρεσιών, που κάνει ο ιατρός λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών του ΕΟΠΥΥ προς αυτόν. Επί του ερωτήματος αυτού η άποψή μου είναι η εξής:

Πέραν της νομιμότητας της αποχής από την διενέργεια ιατρικών πράξεων και εξετάσεων στους ασφαλισμένους ΕΟΠΥΥ με κάλυψη της σχετικής δαπάνης από τον ΕΟΠΥΥ λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών, που έχει αναλυθεί σε προγενέστερο σημείωμά μου, για την νομιμότητα τυχόν καταγγελίας της σύμβασης λεκτέα τα εξής:

               Όπως γίνεται παγίως δεκτό από την νομολογία των Δικαστηρίων, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 588, 672, 725 752 και 766 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) συνάγεται γενική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μια διαρκής έννομη σχέση για σπουδαίο λόγο, που υπάρχει, όταν συντρέχουν περιστάσεις, που κατ` αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστούν μη ανεκτή και δυσβάστακτη για τον αντισυμβαλλόμενο την συνέχισή της (Άρειος Πάγος 1466/1992 σε Ελληνική Δικαιοσύνη 35, 405). Την δε συνδρομή του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την καταγγελία, οφείλει να την επικαλεσθεί και να την αποδείξει εκείνος που καταγγέλλει την σύμβαση.

Περαιτέρω η καταγγελία διαρκούς σύμβασης δικαιολογείται από την νομολογία ως ultimum refugium δηλ. ως ύστατο μέσο αντιμετώπισης μίας κατάστασης αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί άλλα ηπιότερα μέσα, ειδάλλως ελέγχεται ως καταχρηστική. Καταχρηστική κρίνεται επίσης καταγγελία που γίνεται από ταπεινά ελατήρια όπως π.χ. λόγω διεκδίκησης νομίμου δικαιώματος.

Σε περίπτωση δε που συμβαλλόμενος καταγγείλει την σύμβαση: (α) είτε χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου, (β) είτε με λόγο που κριθεί ότι δεν είναι σπουδαίος, (γ) είτε καταχρηστικά, υποχρεούται από τον συνδυασμό των ίδιων ως άνω διατάξεων καθώς και αυτής του άρθρου 298 ΑΚ σε αποζημίωση του αντισυμβαλλομένου του, η οποία συνίσταται στα διαφυγόντα κέρδη, που ο τελευταίος θα αποκέρδαινε από την σύμβαση κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ήτοι εάν δεν είχε μεσολαβήσει η άκυρη καταγγελία (Άρειος Πάγος 849/2002 σε Ελληνική Δικαιοσύνη 43,1613).

Ειδικότερα δε επί καταχρηστικής καταγγελίας ο καταγγέλλων ευθύνεται έναντι του άλλου μέρους τόσο συμβατικά, για παραβίαση δηλαδή της αντίστοιχης σύμβασης, όσο και εξωσυμβατικά, αφού η καταχρηστική καταγγελία συνιστά αδικοπραξία (αστικό αδίκημα) κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 ΑΚ (Άρειος Πάγος 1766/2009 σε Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιρειών 2010, 707), που θεμελιώνει πέραν της αξίωσης αποζημίωσης κατά τα προαναφερθέντα και αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

Στην προκειμένη περίπτωση, η άσκηση του νομίμου δικαιώματος του ιατρού να αρνηθεί να παρέχει τις υπηρεσίες του με κάλυψη της δαπάνης από τον ΕΟΠΥΥ μέχρι να εξοφληθούν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του, δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης καθώς δεν προκύπτει ότι η συνέχιση της σύμβασης καθίσταται, αντικειμενικά ιδωμένη και σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή και δυσβάστακτη για τον ΕΟΠΥΥ, ενόψει και του γεγονότος, ότι με δελτία τύπου έχει δημοσίως συνομολογήσει, ότι προωθεί εσπευσμένα την πληρωμή των επίμαχων ληξιπρόθεσμων οφειλών του, προσδοκώντας έτσι στην συνέχιση της παροχής των υπηρεσιών και των συμβάσεων. Καθ’όσον δε αφορά τον ισχυρισμό περί προσβολής της δημόσιας υγείας, ο ΕΟΠΥΥ οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όχι γενικά και αφηρημένα, με ποιόν τρόπο η ενέργεια ενός εκάστου ιατρού προκάλεσε αιτιωδώς προσβολή στην δημόσια υγεία και αν η προσβολή αυτή είναι τέτοιας φύσης και εκτάσεως, που να δικαιολογεί αντικειμενικά την καταγγελία της σύμβασης έναντι λήψης άλλων ηπιότερων μέτρων.

Αντιθέτως, τυχόν καταγγελία της σύμβασης από τον ΕΟΠΥΥ ελέγχεται ως καταχρηστική και άρα άκυρη, διότι εκ των δημοσιοποιηθέντων δελτίων τύπου του ΕΟΠΥΥ προκύπτει ευθέως, ότι γίνεται ακριβώς λόγω της επίμαχης κινητοποίησης των ιατρών δηλ. λόγω διεκδίκησης νομίμων αμοιβών, γεγονός που η νομολογία παγίως κρίνει ότι καθιστά την καταγγελία καταχρηστική ως προερχόμενη εκ ταπεινών ελατηρίων.

Η δε ακυρότητα τυχόν καταγγελίας της σύμβασης από τον ΕΟΠΥΥ, γεννά κατά τα προαναφερθέντα ευθύνη αυτού για διττή αποζημίωση του ιατρού ήτοι: (α) για καταβολή των αμοιβών, που ο ιατρός θα εισέπραττε μέχρι την λήξη της σύμβασης χωρίς ταυτόχρονα να οφείλει ο ιατρός να παρέξει οποιαδήποτε υπηρεσία και (β) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνιστάμενη στην προσβολή της προσωπικότητας και του επαγγελματικού κύρους του ιατρού από την απόδοση σ’αυτόν (αναποδείκτως κατά τα προαναφερθέντα) της κατηγορίας της προσβολής της δημόσιας υγείας.

Συνεπώς στο τεθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση, ότι η διεκδίκηση από τους ιατρούς των νομίμων αξιώσεών τους με την επίμαχη κινητοποίηση δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασής τους από τον ΕΟΠΥΥ, τυχόν δε τέτοια καταγγελία ελέγχεται ως άκυρη και καταχρηστική και γεννά ευθύνη του ΕΟΠΥΥ για αποζημίωση των ιατρών λόγω διαφυγόντων κερδών και ηθικής βλάβης.

Με εκτίμηση

Αχιλλέας Παπουτσάκης